καλοποδάριος

καλοποδάριος
καλοποδάριος, -ία, ιον (Α) [καλοπόδιον]
1. αυτός που αναφέρεται στο καλαπόδι («καλοποδάριαι φόρμαι» — καλαπόδια, Έδικτ. Διοκλητ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”